παραβαλεῖ

παραβαλεῖ
παραβάλλω
throw beside
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
παραβάλλω
throw beside
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ασυνείκαστος — η, ο (Μ ἀσυνείκαστος ον) [συνεικάζω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να συνεικάσει, να παραβάλει προς κάτι γνωστό, ο ανυπολόγιστος νεοελλ. 1. απροσδόκητος, ανέλπιστος 2. ασύνετος 3. άπληστος …   Dictionary of Greek

  • παραβλητέος — α, ον, Α 1. αυτός που πρέπει να παραβληθεί, να συγκριθεί με άλλον 2. (το ουδ.) παραβλητέον α) πρέπει κανείς να παραβάλει, να συγκρίνει β) πρέπει κανείς να βάλει μπροστά σε κάποιον, πρέπει να δώσει («παραβλητέον βοϊ τροφήν», Γεωπ.) …   Dictionary of Greek

  • Έκαρτ, Γιοχάνες — (Johannes Eckhart, Χοχάιμ, Θουριγκία 1260 – Κολονία 1327). Γερμανός θεολόγος και δομινικανός μοναχός, ο επιλεγόμενος Μάιστερ (διδάσκαλος). Σπούδασε στο Παρίσι και στην Κολονία σε ένα περιβάλλον που είχε επηρεαστεί από τις θεωρίες του Θωμά Ακινάτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”